Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996) πηγη http://el.wikipedia.org

Ο Οδυσσέας Ελύτης
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών εργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης
.Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, το οποίο αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου[1]


Αλβανικό μέτωπο

Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την Άνοιξη του 1942 ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».
Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και την ανολοκλήρωτη Βαρβαρία. Την περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.

 

Βραβείο Νόμπελ

Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου "για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα"[8][9], σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον Βασιλέα Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη" στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

 ΕΡΓΟ

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος"[10]. Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον "ορθόδοξο" υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό διακρίνονται ευκολότερα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).
Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο»[11]. Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του, καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασσική ακρίβεια της φράσης[12] ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης»[13]. Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γ.Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούνταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού[11].
Η μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»: «Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή»[10] Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί - για πρώτη φορά στην ποίησή του - την τεχνική του κολάζ.
Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: